ταγαλική

ταγαλική
η, Ν
(ενν. γλώσσα) γλώσσα την οποία, μαζί με δύο άλλες, τη βισαϊκή και τη βικολική, μιλούν στις Φιλιππίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < tagalog, ονομασία γλώσσας τών Φιλιππίνων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανατολικές γλώσσες — Οι γλώσσες των ασιατικών λαών. Χωρίζονται στις παρακάτω γλωσσικές ομοεθνίες: 1. Η ιαπετική ή ινδοευρωπαϊκή ή ινδογερμανική, στην οποία ανήκουν: α) η φρυγική και η αρχαία θρακική (νεκρές)· β) η αρμενική (αρχαία και νέα)· γ) η άρια ομάδα (ιρανική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”